ἑκατόγκρανος

ἑκατόγκρανος
ἑκᾰτόγκρᾱνος (cf. ἑκατοντακάρανος)
1 hundred-headed Τυφὼς Κίλιξ ἑκατόγκρανος (Er. Schmid: ἑκατοντο-, ἑκατοντακάρανος codd.) P. 8.16

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑκατόγκρανος — ἑκατόγκρᾱνος , ἑκατόγκρανος masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”